- σταχτώνω
- Ν [στάχτη]1. παίρνω το χρώμα τής στάχτης2. λερώνω κάτι με στάχτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάχτωμα — το, Ν [σταχτώνω] 1. το να παίρνει κανείς ή κάτι το χρώμα τής στάχτης 2. το να λερώνεται κάτι από στάχτη … Dictionary of Greek